χαζομάρα

χαζομάρα
η глулость;

λέω (κάνω) χαζομάρες — говорить (делать) глупости


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαζομάρα" в других словарях:

  • χαζομάρα — χαζομάρα, η και χαζαμάρα, η 1. η ιδιότητα του χαζού, η ελαφρομυαλιά: Αυτό το έκανε από χαζομάρα. 2. λόγος ή πράξη χαζού: Όλο χαζομάρες κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαζομάρα — και χαζομάρα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός 2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).… …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • ευήθεια — η (ΑΜ εὐήθεια Α και εὐηθία και εὐηθίη) [ευήθης] ειρων. υπερβολική ευπιστία, μωρία, χαζομάρα («κουφόνουν τ εὐηθίαν», Αισχύλ.) αρχ. μσν. αγαθότητα ήθους, απλότητα, τιμιότητα …   Dictionary of Greek

  • ζαβομάρα — η 1. ζαβάδα 2. η κατάσταση τού ζαβωμένου ή ζαβλακωμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζομάρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουταμάρα — η 1. η ιδιότητα τού κουτού, βλακεία, χαζομάρα 2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τόν συναντήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα αμάρα (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • λειψάδα — η (Μ λειψάδα) το να μην υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα, έλλειψη ανεπάρκεια νεοελλ. έλλειψη μυαλού, χαζομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

  • μπούρδα — η 1. μεγάλο σακί, ιδίως για φόρτωση βαμβακιού 2. ανοησία, ανοητολογία, βλακεία, χαζομάρα 3. ψευδολογία 4. καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bourde «φλυαρία, ψεύδος», λ. αβέβαιης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σύννεφο — και σύγνεφο, το, Ν 1. νέφος που δημιουργείται στον ουρανό 2. μτφ. α) θλίψη, στενοχώρια στο πρόσωπο ενός ανθρώπου β) πλήθος από κάποιο είδος 3. πληθ. τα σύννεφα μτφ. απειλητικά προμηνύματα 4. φρ. «πάει σύννεφο» (ιδιωμ.) λέγεται για κάτι, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • χαζαμάρα — η, Ν βλ. χαζομάρα …   Dictionary of Greek

  • χοντροκεφαλιά — η, Ν [χοντροκέφαλος] 1. νωθρότητα τού μυαλού, αμβλύνοια, χαζομάρα 2. ισχυρογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»